- περιπτέρου
- περίπτεροςflying round aboutmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi … Wikipedia
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
περιπτεράς — ο, θηλ. ού, Ν [περίπτερο] ο ιδιοκτήτης περιπτέρου ή αυτός που εργάζεται σε περίπτερο … Dictionary of Greek
περιπτεριούχος — και περιπτερούχος, ο, η, Ν ο κάτοχος περιπτέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίπτερο + ούχος* (< έχω). Ο τ. περιπτεριούχος αναλογικά προς τα: εκατομμυρ ι ούχος, πηδαλ ι ούχος, πολ ι ούχος κ.λπ.] … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γκαμπριέλ, Ζακ Ανζ — (Jacques Ange Gabriel, Παρίσι 1698 – 1782). Γάλλος αρχιτέκτονας. Συνεργάστηκε για μεγάλο διάστημα με τον πατέρα του Ζακ (1667 1742) και τον διαδέχτηκε στο αξίωμα του πρώτου αρχιτέκτονα του βασιλιά και του διευθυντή της ακαδημίας της… … Dictionary of Greek
Γκρομέρ, Μαρσέλ — (Marcel Gromaire, 1892 – 1971). Γάλλος ζωγράφος. Υπήρξε καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Διακοσμητικών Τεχνών του Παρισιού. Πήρε μέρος στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου τραυματίστηκε (τις εμπειρίες του απέδωσε στον περίφημο πίνακά του Ο πόλεμος, 1925) … Dictionary of Greek
Γκρόπιους, Βάλτερ — (Walter Gropius, Βερολίνο 1883 – Λίνκολν, Μασαχουσέτη 1969).Γερμανός αρχιτέκτονας και θεωρητικός. Υπήρξε ο ιδρυτής του Μπάουχαους (Bauhaus). Καταγόταν από οικογένεια στην οποία το επάγγελμα του αρχιτέκτονα αποτελούσε παράδοση. Παρακολούθησε πρώτα … Dictionary of Greek